Category Archives: Πεζογραφία

Το Τελευταίο Δηλητηριώδες Άσμα Ενός Κόκκινου Κύκνου [Μέρος 1]

Ο Κόκκινος Κύκνος

Το τραγούδι των κύκνων γεννάται, πορεύεται και πεθαίνει.

Και, μέχρι να συναντήσει την Πηγή, ο Ίσανδρος δεν είχε ποτέ του παρατηρήσει πόσο μοιάζει το συναίσθημα της εμμονής με ένα κύκνειο άσμα. Κατάφερνε να σωπάσει τη δική του εμμονή περιπλανώμενος μέσα στην καταιγίδα. Το σκοτάδι της προσκόλλησης συχνά καταφθάνει κρυμμένο μέσα στην ατμόσφαιρα της σιωπηλής, απαλής νύχτας. Γι’ αυτό κι εκείνος χρησιμοποιούσε την καταιγίδα της σκέψης και του ουρανού για να διώχνει την ύπουλη αυτή νύχτα.

Στο τελείωμα της νυχτερινής βροχής, είχαν απομείνει μοναχά οι τυχαίες λάμψεις των αστραπών να γεμίζουν το νυχτερινό ουρανό. Ο άνεμος δεν ούρλιαζε πια, ούτε γέμιζε τα τζάμια του αυτοκινήτου με φύλλα, λάσπες και νερό. Το τοπίο είχε καθαρίσει γύρω του. Μπορούσε να διακρίνει στο βάθος τη γαλάζια οροσειρά του νότου, που από πίσω της κρύβονταν η απέθαντη θάλασσα.

Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε έξω, ήρεμος πια. Ανατρίχιασε. Το συμπαγές κρύο που άφησε πίσω της η καταιγίδα δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την καλοκαιρινή εποχή στην οποία είχε εισβάλλει. Λόγω της εποχής, εκείνος φορούσε μόνο ένα λεπτό, μαύρο παντελόνι και μια κοντομάνικη πράσινη μπλούζα. Άφησε την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και ακούμπησε με την πλάτη επάνω στο αμάξι. Σήκωσε το βλέμμα προς στον ουρανό κι έκλεισε τα μάτια του. Η εμμονή του ήταν και πάλι αδύναμη. Η ταραχή που του προκαλούσαν οι εικόνες στην καρδιά είχε, για άλλη μια φορά, περάσει. Η καταιγίδα, μέσα κι έξω, είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω της ζημιές αλλά και ηρεμία. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο ανακούφισης αποπειράθηκε να σχηματιστεί στα χείλη του. Μόνος και εκτονωμένος, άφησε τον εαυτό του να βυθιστεί στο ήρεμο σκοτάδι. Ανάμεσα στο μαλακό θρόισμα των φύλλων ξεχώρισε το δειλό, σιγανό τραγούδι ενός πουλιού. Πιθανότατα κάποιος νεαρός τίρενος, ο οποίος είχε μείνει μόνος και αναζητούσε να βρεθεί ξανά με το είδος του.

Ίσως και να τον πήρε ο ύπνος για λίγα δευτερόλεπτα, δεν ήταν σίγουρος. Πάντως, όταν άνοιξε τα μάτια του, βρισκόταν ακόμα ακουμπισμένος στο πλάι του αμαξιού του. Ο νυχτερινός ουρανός είχε καθαρίσει αρκετά ώστε να φαίνεται αχνά το όριο του γαλαξία. Κάπου μέσα στο αστρικό χάος, μια μικρή πορτοκαλιά κουκίδα έλαμπε μοναχή. Ήταν ο Ημίας, το πιο φωτεινό τμήμα του σύριου αστερισμού. Δεν ήταν συνηθισμένο προνόμιο για τους κατοίκους του νάνου πλανήτη Δσιν να έχουν τη ευκαιρία να παρατηρήσουν το ξεχωριστό φως του Ημία.

Ασυνήθιστη ήταν και η μελωδική φωνή που του τράβηξε την προσοχή. Σήκωσε την πλάτη του από το πλάι του αυτοκινήτου και στάθηκε ακίνητος μέσα στο σκοτάδι. Ξεχώριζε τον κάθε ήχο που περνούσε μέσα από τα αυτιά του, προσπαθώντας να εντοπίσει τη μελωδία ξανά. Ήταν πολύ σύντομη, τόσο που αμέσως γεννήθηκε μέσα του η αμφιβολία για το αν πραγματικά άκουσε κάτι.

Πριν περάσουν πολλά δευτερόλεπτα η μελωδία ξανακούστηκε. Κρυμμένη μέσα στο σκοτάδι, υψηλότερα από το επίπεδο στο οποίο στεκόταν εκείνος, προερχόμενη από κάπου πίσω του, πέρα από τη δεξιά μεριά του δρόμου, συνόδευε διακριτικά το τραγούδι των νυχτερινών πουλιών. Έκλεισε τα μάτια του και ανάγκασε το μυαλό του να αναλύσει τη φωνή. Δεν ήταν μελωδία μουσικού οργάνου. Έβγαινε από ζωντανά χείλη. Θηλυκά χείλη. Και σταμάτησε ξανά. Άνοιξε τα μάτια του.

«Ποιά είσαι;» ψιθύρισε.

Τα βήματά του τον καθοδηγούσαν σχεδόν στα τυφλά, καθώς αναζητούσε ένα μονοπάτι προς τη μελωδία. Μετά από αρκετά βήματα, ακούμπησε κρύα, υγρή πέτρα. Το φως των αστεριών καθρεφτιζόταν επάνω στις εναπομείνασες σταγόνες βροχής, που χάιδευαν το σκληρό βράχο. Άνεμος σφύριξε στιγμιαία από τα αριστερά του, τραβώντας του την προσοχή.

«Υπάρχει άνοιγμα εκεί» σκέφτηκε.

Προχώρησε προς τα αριστερά, ψηλαφώντας παράλληλα με τα χέρια του το βράχο, αναζητώντας το άνοιγμα. Όταν το εντόπισε, παρατήρησε πως ήταν αρκετά φαρδύ ώστε να περάσουν δύο άτομα ταυτόχρονα. Έκανε λίγα βήματα προς τα μέσα και ο άνεμος σφύριξε πάλι, περνώντας από πάνω του αυτή τη φορά. Υπήρχε κάποιου είδους μονοπάτι μπροστά του, το οποίο ανηφόριζε όσο μάκραινε. Από εκεί ερχόταν ο άνεμος. Ψηλά, στο τέλος του μονοπατιού, το φως των αστεριών γινόταν εντονότερο.

Με προσοχή, προχώρησε λίγα βήματα επάνω στο μονοπάτι. Το χώμα ήταν μαλακό κάτω από τα πόδια του, αλλά όχι υγρό. Σα να μη το άγγιξε καθόλου το νερό της βροχής. Το τραγούδι του τίρενου δεν ακουγόταν πια. Και οι φωνές των υπόλοιπων πλασμάτων της φύσης είχαν πάψει. Μόνο το σφύριγμα του αέρα γέμιζε τη σιωπή γύρω του, καθώς διάβαινε την ανηφόρα. Στη μέση της διαδρομής ο αέρας έφερε μαζί του ένα άρωμα που συναντούσε για πρώτη του φορά αλλά η αίσθηση που ανέδιδε τού ήταν πολύ γνωστή. Πριν προλάβει να το σκεφτεί περισσότερο, είχε ήδη φτάσει στην άλλη άκρη του μονοπατιού. Ο άνεμος είχε κοπάσει και το σφύριγμά του είχε μειωθεί. Κοντοστάθηκε με τα μάτια κλειστά. Ο αέρας ήταν πολύ διαφορετικός εκεί. Γνώριμος και ζεστός, παρά το κρύο που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα. Και ήταν κι εκείνο το άρωμα, λες και είχε φτιαχτεί ειδικά για εκείνον και το παρελθόν του.

Έκανε δύο βήματα ακόμη και πέρασε σε έναν ανοιχτό χώρο. Για μια στιγμή το αστερόφως τρύπωσε μέσα από τα σύννεφα και μπόρεσε να διακρίνει όσα υπήρχαν γύρω του. Στα δεξιά του υψωνόταν μια ψηλή, βραχώδης πλαγιά. Στα αριστερά του διέκρινε μια πλατιά, πέτρινη προεξοχή, εκτεινόμενη πάνω από το επίπεδο από το οποίο είχε ξεκινήσει. Ίσια μπροστά, φαινόταν ένα νέο μονοπάτι, ανηφορικό όπως το προηγούμενο. Έστριβε στα γρήγορα προς τα δεξιά και κατόπιν χανόταν πίσω από το βραχώδες τείχος.

«Είναι βουνό» μονολόγησε, καθώς περιεργαζόταν το τοπίο ολόγυρά του.

Πήγε και στάθηκε στην άκρη της πέτρινης προεξοχής. Είδε πως βρισκόταν λίγο ψηλότερα από τους πρόποδες του βουνού. Κοιτάζοντας προς τα κάτω, μάταια προσπαθούσε να εντοπίσει το δρόμο από τον οποίο ήρθε. Το μόνο που υπήρχε γύρω από το βουνό ήταν σύννεφα. Ξεκινούσαν από το έδαφος και φτάνανε ως τον ουρανό, όπου ανοίγανε τρύπες σε τυχαία σημεία και αφήνανε το φως των αστεριών να περάσει.

Κι ενώ κοίταζε τα σύννεφα που καλύπτανε το εμμέσθενο βουνό, κάτι τινάχτηκε από μακριά, από τα δεξιά του. Δυνατός θόρυβος από μεγάλα φτερά τον έκανε να σαστίσει και να κάνει μερικά βιαστικά βήματα προς τα πίσω, χαμηλώνοντας το κεφάλι και βάζοντας μπροστά τα χέρια για προστασία. Έστριψε το κεφάλι για να δει, αλλά η σκιά πετούσε όλο και πιο ψηλά, ώσπου εξαφανίστηκε βιαστικά πίσω από την πλαγιά του βουνού, πάνω από το ανεξερεύνητο ανηφορικό μονοπάτι.

Αμέσως έριξε το βλέμμα του προς το μέρος από όπου είχε πεταχτεί η σκιά. Ο χώρος καλυπτόταν από αραιή ομίχλη. Δε την είχε παρατηρήσει πριν. Όσο περισσότερο την κοίταζε, τόσο καλύτερα την αντιλαμβανόταν τα μάτια του. Σκέφτηκε για μια στιγμή και ύστερα αποφάσισε. Περπατώντας αργά, προσεκτικά, πέρασε στην ομίχλη.

Ένιωσε την ατμόσφαιρα να γεμίζει με κάποιου είδους πένθιμη συμφωνία, καθώς μια σκοτεινή λίμνη αποκαλυπτόταν μπροστά στα μάτια του. Τα νερά της δεν αντικατοπτρίζανε το αστερόφως, σαν ένας καθρέφτης που δεν αφήνει το φως να τον αγγίξει. Οι εξωτερικοί ήχοι είχαν εξαφανιστεί. Ήταν σαν η ομίχλη να κρατούσε τη λίμνη αποκλεισμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, περιβάλλοντάς την με την ανακουφιστική σιωπή που ακολουθεί το θάνατο. Ο Ίσανδρος ένιωσε τη μεγάλη ανάγκη να κλείσει τα μάτια του και να αφεθεί στην ηρεμία της παράξενης λίμνης. Και στη στιγμή που ετοιμαζόταν να το κάνει, η μελωδική φωνή ακούστηκε για άλλη μια φορά. Άνοιξε ξαφνιασμένος τα μάτια του και στα γρήγορα σάρωσε με την ακοή του τον περιβάλλοντα χώρο. Η πηγή της μελωδίας βρισκόταν απέναντι, στην άλλη άκρη της λίμνης.

Σήκωσε το βλέμμα του και άρχισε να προχωρά με βιαστικά βήματα προς την απέναντι όχθη. Με τη σκοτεινή λίμνη στα αριστερά του και την ομίχλη στα δεξιά του, σκέφτηκε για μια στιγμή ότι ίσως περπατούσε στις αδιέξοδες στοές κάποιου ονείρου. Κι όσο πλησίαζε την πηγή της μελωδίας, τόσο περισσότερο ταίριαζε μέσα στο μυαλό του η εξήγηση του ονείρου, καθώς όλα γύρω του έμοιαζαν ακίνητα και ατέλειωτα. Ωστόσο, δε πέρασε πολλή ώρα μέχρι να φτάσει στην πηγή. Και εκεί ήταν που, αν επρόκειτο για όνειρο, θα ξυπνούσε. Όμως, καθώς ο Ίσανδρος βρισκόταν στον πραγματικό κόσμο, παρέμεινε στη θέση του. Καθώς στεκόταν και κοίταζε ακίνητος, προσπαθούσε να καταλάβει. Στην άκρη της λίμνης, με τα πόδια βουτηγμένα στο νερό και τα χέρια ακουμπισμένα στο μαλακό χώμα, καθόταν μια γυναίκα.

Περί Αθανασίας και άλλων ανεκπλήρωτων αποθημένων επιθυμιών…

Περί Αθανασίας[1]  και άλλων ανεκπλήρωτων αποθημένων επιθυμιών…
 
‘’Ακόμα κι αν ισχυριστώ ότι όλα αυτά που
σας διηγούμαι είναι απολύτως πραγματικά,
υπάρχει περίπτωση να με πιστέψετε; ‘’
Αμβροσιος Σακαδας

–         Κάνουμε παιδιά για να νικήσουμε το θάνατο….Oι γυναίκες …. …Εμείς οι άνδρες κάνουμε άλλα πράγματα μια και δεν μπορούμε να τεκνοποιήσουμε,…. κτίζουμε, φιλοσοφούμε, κάνουμε τέχνη, εφευρίσκουμε… Αλλά όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν τίποτα με την αθανασία….εννοώ την προσωπική μας αθανασία… Μετά το θάνατο μας, δεν έχει και τόση σημασία και τι θα μείνει πίσω σαν κληρονομιά, υστεροφημία, ανάμνηση…. Τo θέμα επομένως είναι να βρούμε τον τρόπο να μην κοιτάζουμε τα ραδίκια ανάποδα από τα ογδόντα μας….τόσο δεν είναι ο μέσος όρος ζωής;…..
Αυτός που αγορεύει είναι ο Ντέμης, από το Δημοσθένης.  Είμαστε στη μέση μιας συζήτησης περί αθανασίας, όπως προφανώς έχετε ήδη αντιληφθεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ πως καταλήξαμε σε μια τέτοια συζήτηση. Ίσως να οφείλεται στο ότι είναι ακόμα καλοκαίρι. Είμαστε καθισμένοι γύρω από ένα καλογερικό δρύινο τραπέζι με ιδιαίτερα γευστικά στερεά και υγρά καύσιμα. Το νυχτερινό δροσερό αεράκι αναμοχλεύει τις επιθυμίες μας που σχεδόν κάνει ορατές το διακριτικό φως μιας αστραφτερής σελήνης. Έχουμε τη δεύτερη αυγουστιάτικη πανσέληνο. Με λίγα λόγια θέλω να πω ότι απολαμβάνουμε όλοι μας μια ευδαιμονία που ενδόμυχα ευχόμαστε να μην τελειώσει ποτέ. Ότι υπάρχει γύρω μας λέγεται Εκάλη.
Ο Δημήτρης, την βίλλα του την αποκαλεί σπίτι, γιατί στην τελική είναι το σπίτι του, αλλά μοιάζει περισσότερο με μικρό ξενοδοχείο, τριών μόνο ορόφων, πισίνα, παρ’ λίγο ολυμπιακών διαστάσεων και ένα δάσος τρία η τέσσερα στρέμματα, γεμάτο οπωροφόρα δένδρα και λουλούδια, που ο Δημήτρης αποκαλεί αυλή. Σ’ αυτή την αυλή, λοιπόν, που περιβάλλεται από ένα τοίχο τουλάχιστον δυο μέτρων, υπάρχουν και δυο γήπεδα: ένα για μπάσκετ και ένα για ποδόσφαιρο 5χ5. Ως φιλότεχνος, θα ήθελε κι ένα υπαίθριο θέατρο αλλά δεν του ήταν εύκολο να αφαιρέσει τετραγωνικά απ’ την πισίνα.
–         Τώρα με όλα αυτά τα πειράματα που γίνονται στο DNA, οι επιστήμονες δεν μπορούν να κάνουν κάτι; Υπάρχουν ζώα που ζούνε πάνω από εκατό χρόνια…. Οι χελώνες ζουν 150 χρόνια…. Κάτι πρέπει να υπάρχει στον οργανισμό τους…. Κάποια άγνωστη ουσία…. Το είδα στο Discovery Channel, παρεμβαίνει η Ντόρα, από το Δωροθέα, με άπταιστη αγγλική προφορά.
Να σας συστήσω.  Η Ντόρα, μια φουλ σαραντάρα, είναι γυναίκα του Δημήτρη. Στα νιάτα της σπούδασε, κακήν – κακώς, αγγλική φιλολογία, αλλά βασικά, από την ημέρα που παντρεύτηκε τον, κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερο της, Δημήτρη, ασχολείται αποκλειστικά με την συλλογή  όλων των, (αν κάτι τέτοιο βέβαια είναι εφικτό),  καταναλωτικών αγαθών που διατίθενται σε τιμές ευκαιρίας στην ντόπια και αλλοδαπή αγορά. Το δεύτερο κατά σειρά προτίμησης χόμπι της, είναι οι πλαστικές εγχειρήσεις. Αν και ευτυχώς δεν πείραξε ιδιαίτερα το όμορφο πρόσωπο της, μέχρι τώρα έκανε αρκετές επεμβάσεις με εντυπωσιακότερη αυτή του στήθους της που συναγωνίζεται την πισίνα. Πάντα φροντίζει να φορά κάτι με ανοιχτό ντεκολτέ ώστε να αναδεικνύεται προκλητικά  ο πολύτιμος ημιυπαίθριος.  Αυτά δεν φαίνεται να ενοχλούν τον Δημήτρη. Παρέλαβε ως αποζημίωση απ’ τον πεθερό του για την σύμβαση γαμήλιας δέσμευσης, (παλιά χρησιμοποιούσαν τον αντιδραστικό όρο ‘’προίκα’’), ένα εργοστάσιο λιπασμάτων, τα έσοδα του οποίου, κυρίως από την πώληση λαθραίων απαγορευμένων χημικών ουσιών, υπερβαίνουν κατά πολύ τα μικροέξοδα της συμβίας του. Ο Δημήτρης, φροντίζει κι αυτός τον εαυτό του. Μέρα παραμέρα παίζει γκολφ με εισοδηματίες υπόπτου προέλευσης αλλά μεγάλης κοινωνικής αποδοχής και προσέχει υπερβολικά τη δίαιτα του. Κάθε πρωί μαζί με το αναμφιβόλως υγιεινό πρωινό του παίρνει και καμιά δεκαπενταριά χαπάκια που περιέχουν βιταμίνες, ιχνοστοιχεία  κι όλα τα υπαρκτά ευγενή και μη μέταλλα. Τελευταία όμως δείχνει λίγο καταβεβλημένος κι αυτό πιθανόν να οφείλεται στις σκοτούρες και τα προβλήματα που έχουν κι άλλοι συνάνθρωποι μας με υψηλά πέραν του δέοντος εισοδήματα.
–         Τι μας προτείνεις ρε Ντόρα, πετάγεται ο Τεό, από το Θεόδωρος. Να τρώμε χελωνόσουπα; Εμένα η χελωνόσουπα μου κάνει πιο πολύ αφροδισιακό παρά ….πως το λένε…. ελιξίριο της ζωής.
–         Κι από πού βγάζεις τέτοιο συμπέρασμα; πετάχτηκε η Στέφη, από το Στεφανία.
–         Μα από την Κίνα… Εκεί δεν τρώνε συνέχεια χελωνόσουπα;…. Κοντεύουν να ξεπεράσουν τα δυο δισεκατομμύρια σε πληθυσμό οι Κινέζοι, δεν κοντεύουν;…..
Οι δυο τελευταίοι προλαλήσαντες είναι αδέλφια και γείτονες του Δημήτρη και της Ντόρας. Σκαρφαλώνουν ακάθεκτοι αμφότεροι την δεκαετία των τριάντα. Το φέουδο τους είναι διακόσια μέτρα μακρύτερα, προς Κηφισιά μεριά, και περιλαμβάνει δυο μεζονέτες σε ένα εξ’ αδιαιρέτου…. οικόπεδο να το πω;… κτήμα;… ράντζο;….κάτι μεγάλο πάντως,  που, μεταξύ άλλων, κληρονόμησαν από τους γονείς τους. Διαθέτουν επίσης και ένα ‘’οίκο μόδας’’ νυφικών σε διώροφο νεοκλασικό στην Πλάκα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ραφτάδικο όπου ανακυκλώνονται χρησιμοποιημένα νυφικά και ξαναπουλιούνται σε αστρονομικές τιμές σε επαρχιώτισσες νεόπλουτες νύφες. Η Στέφη, ελεύθερη ακόμα,  σπούδασε δι’ αλληλογραφίας σε μια ιδιωτική σχολή μόδας, τύπου Ελευθέρων, (ότι να’ ναι), Σπουδών και ο Τεό, ‘’ελεύθερη’’ κι αυτός, κάτι αντίστοιχο αλλά σε γαστρονομία. Ουσιαστικά το μαγείρεμα μοιάζει πολύ με την ραπτική. Ανακατεύεις διάφορα ετερογενή υλικά για να κάνεις πχ. μια σούπα. Μόνο που τη σούπα δεν μπορείς να την χρεώσεις στον πελάτη εκατό φορές ακριβότερα, ενώ το νυφικό στο οποίο έχεις προσθέσει μερικά τούλια, λίγες χάντρες και κάνα φιόγκο, μπορείς. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος που και ο Τεό το γύρισε στη ραπτική. Πρακτικός ο Τεό. Οι δουλειές τους πάνε τόσο καλά που αν δεν υπήρχε κρίση, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του  Ντέμη, η επιχείρηση θα είχε εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Τέτοια μπούρδα είχα να ακούσω πολύ καιρό. Ο Ντέμης, είναι γκόλντεν μπόι, προϊστάμενος στην Τράπεζα Κύπρου, κρυφός[2] γκόμενος του Τεό και οικονομικός σύμβουλος όλης της παρέας. Όταν κάποιος Πάγκαλος είπε ότι: όλοι μαζί τα φάγαμε, είναι προφανές ότι εννοούσε κι αυτή την παρέα. Είναι δύσκολο να πιστέψεις, αυτό που στο Τεό είναι ηλίου φαεινότερο, ότι ο Ντέμης είναι ‘’γκαίυ’’. Αν και το καλό γούστο του στο ντύσιμο υπερβαίνει σε σχολαστικότητα, είναι αρρενωπός, ψύχραιμος εως ψυχρός και γενικά η όλη εικόνα του θυμίζει εγγλέζο δανδή.
–         Νίκο μας, τι γνώμη έχεις περί αυτού; μου απευθύνει ευγενικά το λόγο η Ντόρα.
–         Η αναζήτηση μεθόδου, που θα μας χάριζε την αθανασία νομίζω ότι είναι τόσο παλιά όσο και η ανθρωπότητα. Θα πρέπει να ήταν το πρώτο πράγμα που επινόησε ο άνθρωπος όταν συνειδητοποίησε ότι θα πεθάνει. Πιθανόν σ’ αυτή την αγωνία να οφείλεται κι η γέννηση των θρησκειών…περί ‘’μετά θανάτου – ζωής’’, ‘’μετεμψύχωσης’’, ‘’ανάστασης’’, ‘’αθανασίας της ψυχής’’, ……
–         Καλά όλα αυτά τα θεωρητικοφιλοσοφικοθρησκευτικά…αλλά εδώ μιλάμε για το πώς μπορούμε να γίνουμε αθάνατοι….. με διακόπτει ο Δημήτρης.
–         Οκ…απαντώ…..αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε σε δυο πράγματα πριν….Όλοι μας θέλουμε να παρατείνουμε την νεότητα μας…ε;…όχι τα γηρατειά. Τι νόημα έχει να είμαι 200 ετών γέρος αφού ήδη από τα 80, για να μην πω, από τα 60, έχω αρχίσει να έχω προβλήματα υγείας…….και…..
–         Τι καλά που τα λέτε, πετάγεται η Στέφη……Να ζήσουμε, αλλά να είμαστε νέοι….νέοι …δηλ. όσο είμαστε τώρα ….τριάντα, σαράντα ……κάπου εκεί…. ούτε νιάνιαρα, ούτε πουρά…..που λέει ο λόγος κύριε Νίκο,…συγνώμη δεν εννοούσα εσάς.…οι παρόντες άλλωστε εξαιρούνται.., δαγκώνεται λίγο αλλά όταν με βλέπει χαμογελαστό χαλαρώνει πάλι.
–         Άλλωστε εγώ, έχω μεγάλη αδυναμία στους ωρίμους άνδρες, προσθέτει ναζιάρικα και μ’ αποτελειώνει..
Ε…λοιπόν, ο Νίκος, είμαι εγώ. Από το Νικόλαος. Επειδή εκφράζομαι λίγο ειρωνικά για την παρέα μου, πιθανότατα ν’ αναρωτιέστε τι δουλειά έχω εδώ. Κατ’ αρχήν, ως ο πιο ηλικιωμένος αυτής της παρέας, και λόγω της προχωρημένης ηλικίας μου, σας ενημερώνω ότι τα σχόλια και οι παρατηρήσεις μου έχουν πια το χαρακτήρα διαπίστωσης[3] και δεν έχω καμιά πρόθεση η δικαίωμα να μεμφθώ η να κρίνω τον οποιοδήποτε. Αντίθετα, χρωστώ ευγνωμοσύνη στο Δημήτρη και στην Ντόρα που με φιλοξενούν, έστω και προσωρινά. Το θέμα με την φιλοξενία, όμως, είναι ότι χωρίς ο φιλοξενούμενος να το θέλει, συμμετέχει αναγκαστικά στις εκδηλώσεις που συμβαίνουν στον τόπο φιλοξενίας του, μόνο και μόνο επειδή είναι παρόν. Δεν μπορεί να το αποφύγει για να μην προσβάλει τους οικοδεσπότες, και αυτοί τον προσκαλούν γιατί έτσι υπαγορεύει το αίσθημα της φιλοξενίας και της ευγενείας, ακόμα κι αν μερικές φορές το κάνουν με το στανιό. Βέβαια, με τρώνε που με τρώνε στη μάπα οι άνθρωποι, να μην επωφεληθούν λίγο επιδεικνύοντας στους καλεσμένους τους ότι έχουν κι ένα φίλο καλλιτέχνη;
–         Εσύ πάντως Στέφη δεν έχεις ανάγκη από κάποιο χάπι. Έχεις βρει τον τρόπο να παραμένεις νέα από μόνη σου…..Εδώ και μερικά χρόνια έχεις κολλήσει στα τριάντα τρία.….Μη με ρωτήσεις πως το ξέρω….Μέχρι που τελειώσαμε τις σπουδές μας ήσουνα δυο χρόνια μεγαλύτερη και τώρα είσαι ένα χρόνο μικρότερη μου….χαχα…..
Γελάμε….και ο Τεό ίσα που προλαβαίνει να σκύψει για να αποφύγει το ποτήρι με το νερό που εκτοξεύει η Στέφη. Εγώ όμως δεν είχα τόσο καλά αντανακλαστικά και ….το λούζομαι.
–         Ελπίζω να είναι το αθάνατο νερό…., άλλωστε ειν’ ακόμα καλοκαίρι, λεω γελώντας στη Στέφη που πετάγεται όρθια και μου ζητάει συγνώμη.
Η Στέφη σε πρώτη ματιά δίνει την εντύπωση αφελούς  ατόμου. Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος αν ισχύει κάτι τέτοιο, όπως δεν ισχύει και για τη Μενεγάκη. Εμφανισιακά είναι το ακριβώς αντίθετο της Ντόρας. Δεν έχει την πληθωρικότητα που της προσδίδουν οι καμπύλες της, είναι λεπτή κι ευλύγιστη σαν αιλουροειδές. Δεν είναι ο σωματότυπος της Αφροδίτης, αλλά της Άρτεμης. Μαλί κοντό, στεγνά αλλά αρμονικά χαρακτηριστικά και δυο ατελείωτα πόδια που αναδύονται μέσα από μια σχεδόν ανύπαρκτη φούστα. Αν πούμε ότι η Ντόρα είναι ένα χορταστικό δείπνο η Στέφη είναι σίγουρα ένα εξαιρετικό κρασί. Αυτή είναι κι η μεγάλη τους διαφορά. Το φαγητό είναι μια ανάγκη ενώ το ποτό μια ελεύθερη επιλογή.
Την στιγμή, λοιπόν, που αυτό το πλάσμα με πλησιάζει με μια πετσέτα για να με σκουπίσει, καταφτάνουν τα τέκνα της οικογένειας, ο Πέρης, από το Περικλής και η Έυα, από το Ευανθία και η προσοχή όλων, ακόμα και της Στέφης, στρέφεται αλλού. Η Έυα σπουδάζει εικαστικά στη Σχολή Καλών Τεχνών στη Φλωρεντία. Πρόκειται για μια ηθική δοκιμασία. Είναι τόσο γοητευτική που ενστικτωδώς σου γεννιούνται αμφιβολίες για την πατρότητα της. Αυτό φυσικά μόνο σ’ όσους γνωρίζουν το Δημήτρη και την Ντόρα. Όχι τόσο για το ότι ο Δημήτρης είναι ιδιαίτερα κακομούτσουνος όσο για το ότι η Ντόρα δεν είναι, ούτε ήταν, ποτέ πολύ φρόνιμηΚάθε φορά που βλέπω αυτό το κορίτσι, από τότε που αποφοίτησε απ’ το λύκειο, εύχομαι να ήμουν εκατό χρόνια νεότερος. Αυτό κι αν είναι ένα κίνητρο για την αθανασία (μου), αλλά τελικά, όλο και πιο πολλά απ’ αυτά που εξακολουθείς να θες, καθώς γερνάς, τα βλέπεις ν’ απομακρύνονται, απελπιστικά αμετάκλητα. Αντίθετα ο Πέρης μοιάζει, πέραν κάθε αμφιβολίας, στον πατέρα του. Υπολείπεται της Έυας σε ύψος, ηλικία και ευφυΐα. Σπουδάζει, Διοίκηση Επιχειρήσεων στο ΤΕΙ της Λάρισας.
Η ώρα δεν είναι ιδιαίτερα προχωρημένη. Μετά βίας περασμένα μεσάνυχτα. Τα παιδιά πεινάνε και με αφορμή αυτό η Φα, από το Φατιμά, (οικονόμος, νταντά, μαγείρισσα κλπ.), ξαναγεμίζει το τραπέζι μας με διάφορα καλούδια. Εγώ έχω ήδη βαρυστομαχιάσει και το μόνο που θέλω είναι να πιω. Ανοίγουμε λοιπόν, ακόμα ένα πανάκριβο ‘’Μικροκλίμα 2001’’, Κτήμα Παπαϊωάννου[4]. Επικρατεί ολίγη αταξία καθώς ξαναγεμίζουν τα πιάτα και τα ποτήρια και η συζήτηση επανέρχεται δριμύτερη με τον Δημήτρη να προσκαλεί τα παιδιά του να συμμετέχουν στη συζήτηση.
–         Τι γνώμη έχετε παιδιά για την αθανασία;
–         Αθανασία;… Γουστάρω,.. πολύ cool, λέει με ενθουσιασμό o Πέρης.
Έχω την ακράδαντη βεβαιότητα ότι αυτό το παιδί κάτι έχει πάρει.
–         Μάλλον εννοεί την ‘’κρυογονική’’, σπεύδει να διασαφηνίσει ο Ντέμης.
–         ‘’Ο Μπάρον και η Αιωνιότητα’’, Norman Spinrad, μεταπάνκ επιστημονική φαντασία.
Να, λοιπόν, που κάτι θυμάται κι η Ντόρα από τις σπουδές της.
–         Τι δηλ. σε βάζουν στην κατάψυξη;…και μετά τι; Εμένα μου φαίνεται πολύ αστείο να ανοίγεις στο σπίτι σου το καταψύκτη με να βλέπεις μαζί με τα κοτόπουλα και τον παππού σου…χα…χα..χα… ευθύμησε η Στέφι.
–         Η κρυογονική δεν είναι μέθοδος αθανασίας….είναι σαν να κοιμάσαι και να ξυπνάς και γω δεν ξέρω πότε…Ποιος θα ήθελε να κοιμηθεί τώρα, στα ενενήντα του, χούφταλο να πούμε, και να ξυπνήσει διακόσια χρόνια αργότερα χούφταλο κι επιπλέον να μην ξέρει και τι του γίνεται. Εδώ ένα Σαββατοκύριακο πας διακοπές κι όταν γυρίζεις τη Δευτέρα μαθαίνεις ότι η χώρα χρεοκόπησε κι ο Μητσοτάκης ειν΄ ακόμα ζωντανός.…….Άσε που όταν ξυπνήσεις μπορεί να είσαι μικρότερος κι απ’ τον εγγονό σου…
Πρακτικός ο Τεό.
–         Διάβασα κάπου στο ίντερνετ, ότι ένας Αλχημιστής σκέφτηκε να ….. πώς να το πω…  να αντιστρέψει τη ροή του υποκειμενικού μας χρόνου και ταυτόχρονα να τον κλειδώσει έτσι ώστε αυτός να πηγαινοέρχεται σαν… γιογιό…δεν είναι η πιο σωστή λέξη….Δηλαδή ας πούμε ότι όταν εγώ γίνομαι σαράντα χρονών, αντί να συνεχίσω να μεγαλώνω, αρχίζω να γίνομαι νεότερη, μέχρι που φτάνω τα εικοσιπέντε και μετά πάλι αρχίζω να μεγαλώνω μέχρι τα σαράντα και ούτω καθ’ εξής….παρεμβαίνει σοβαρά στη συζήτηση η Έυα. Ταλάντωση …είναι πιο σωστό…
–         Ωραία ιδέα….αποφαίνεται ο Ντέμης. Μετά όμως τι γίνεται;
–         Τη πατάει….Βρίσκει τον τρόπο να αντιστρέψει το χρόνο προς τη νεότητα αλλά δεν καταφέρνει να τον αναστρέψει ξανά….έτσι γίνεται έμβρυο,… σπέρμα και χάνεται…εξατμίζεται..
–         Αυτό είναι μια παραλλαγή μιας ταινίας με τον αααα….Μπραντ Πητ…να δεις πως λέγεται; …ααααα… ‘’Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον’’[5] ..αναφωνεί η Ντόρα.
–         Αυτό είναι μια από τις ιστορίες του Νίκου[6], λέει ο Δημήτρης με περηφάνια. Η ταινία που γυρίστηκε καμιά δεκαριά χρόνια αργότερα δεν έχει καμιά σχέση με την αθανασία.
–         Ούτε και με το Νίκο, διασαφηνίζω εγώ, χασκογελώντας.
Όλα τα βλέμματα στρέφονται προς εμένα. Νιώθω να με κοιτάζουν με μεγαλύτερο …. σεβασμό, αν και δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς μπορεί σημαίνει κάτι τέτοιο… Πάντως ο Δημήτρης το έθεσε σωστά…έτσι για να μην μπερδεύουμε το φάντη με το ρετσινόλαδο.
–         Είμαι σίγουρη ότι έχετε κάνει πολλά ωραία στη ζωή σας, κύριε Νίκο, μου λέει γλυκά η Στέφη κι ύστερα σχολιάζει σκεπτική. Εγώ πάντως θα πάθαινα ίλιγγο με κάτι τέτοιο……να πηγαίνω δηλ. όλη την ώρα πάνω – κάτω, μπρος – πίσω, ….ξέρω κι εγώ;…
–         Φυσικό το βρίσκω, την ειρωνεύεται ο Τεό. Ο εγκέφαλος σου γυρίζει σαν το μύλο του καφέ…..όλο και την αλέθεις τη μαλακία….
Η Στέφη τον κοιτάζει έξαλλη……
–         Ποτέ δεν βρίσκεις κάτι καλό θα πεις μένα, βλάκα…..Περνιέσαι για έξυπνος αλλά όλα αυτά που λες τα….εξυπνακίστικα….είναι κλεμμένα απ’ τα κολοαστυνομικά βιβλία που διαβάζεις……το λέω να το ακούσουν όλοι…..όλοι…  Αι στο διάβολο.
–         Αυτή είναι κι η δική σου διεύθυνση …..απαντάει προκλητικά ο Τεό. Τουλάχιστον εγώ ξέρω να διαβάζω…..
Η Στέφη σηκώνεται συγχυσμένη και μπαίνει στο σπίτι. Προλαβαίνω να ρίξω μια ματιά στο προκλητικό λίκνισμα των γοφών της. Η Ντόρα τρέχει πίσω της.
–         Τι συμβαίνει με σας τους δυο σήμερα;… μαλώνει δυνατά τον Τεό.
Κι όμως, η Ντόρα ξέρει πολύ καλά τι συμβαίνει. Το συζητούσαν νωρίτερα το απόγευμα με το Δημήτρη. Δηλαδή η Ντόρα το συζητούσε, με ένταση. Ο Ντέμης άπλωσε τα πλοκάμια του και στη Στέφη.  Κάτι τέτοια, όταν είσαι ερωτευμένος, σε κάνουν να νιώθεις σα σκουπίδι και ότι όλα συνωμοτούν εναντίον σου γιατί η βαρύτητα των επιθυμιών τις εγκλωβίζει στα χαμηλά όργανα του σώματος. Αυτό εξηγεί απολύτως γιατί είναι επιθετικός ο Τεό, αλλά εγείρει απορίες για την ένταση της Ντόρας.
–         Η κλωνοποίηση είναι επίσης μια ενδιαφέρουσα ιστορία, λέει ο Ντέμης σαν να μη συμβαίνει τίποτα.  Παράγουμε υγιείς απογόνους πανομοιότυπης γενετικής σύστασης και μορφής και μετακομίζουμε στα σώματα τους ότι ώρα θέλουμε.
–         Ρε συ…cool, πολύ in, ψελλίζει ξέπνοα πάλι ο Πέρης.
Τότε καταλάβανε όλοι ότι ο πιτσιρικάς είναι, εδώ και ώρα, κουρούμπελο στο μεθύσι. Ο Δημήτρης φωνάζει την Φα να φτιάξει ένα καφέ πικρό για το καμάρι του και να ρίξει και μια ματιά, τι απέγιναν τα κορίτσια.
–         Αυτό μας έλειπε τώρα, άρχισε πάλι τα δικά του ο Τεό. Να ψάχνουμε τον Ντέμη σε διάφορα σώματα…. Αλλά τι μαλακίες λεω… που τον χάνεις, που τον βρίσκεις, στο σώμα της αδελφής μου…. Εμάς βλέπεις μας έχει βαρεθεί…..
Επικρατεί σιωπή. Ο Ντέμης βάζει αργά κρασί στο ποτήρι του και συνεχίζει ατάραχος.
–         Με την κλωνοποίηση, επί πλέον, μπορούμε να διορθώσουμε και διάφορα βιολογικά και πνευματικά ελαττώματα…ε..τι λες γι΄αυτό Τεό….
–         Δηλαδή τι θες να πεις;…ότι είμαι μικροτσούτσουνος, ή ότι  η ψωλότσεπη της αδελφής μου είναι πιο γλυκιά από τη δική μου κωλοτρυπίδα; ουρλιάζει ο Τεό.
Εδώ κανονικά η ευπρέπεια επιβάλλει ηχητική λογοκρισία ή αποσιωπητικά στο κείμενο. Μην ξεχνάμε κι όλας ότι στην παρέα υπάρχουν και νεαρά παιδιά. Δεν μπαίνω όμως στον κόπο να παρέμβω για πολλούς λόγους εκ των οποίων ο κυριότερος είναι ότι δεν θα μπορέσετε να απολαύσετε την συνέχεια. Ήταν σαν να έσκασε χειροβομβίδα κρότου – λάμψης.
Ο Δημήτρης πετάγεται όρθιος, αρπάζει τον Τεό από το μπράτσο κι αρχίζει να τον τραβάει ολίγον βίαια προς την έξοδο. Ο Τεό, προσπαθώντας να αντισταθεί γραπώνεται από το τραπεζομάντιλο και θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου αν ο Ντέμης δεν είχε την ετοιμότητα να το συγκρατήσει από την άλλη πλευρά. Οι Ντόρα, Στέφη και η Φα πετάγονται έντρομες έξω απ΄το σπίτι για να δουν τι συμβαίνει. Ο Πέρης, στον κόσμο του, βγάζει κάτι ακαταλαβίστικα μουγκρητά και η Έυα διπλωμένη στα δυο γελάει με την καρδιά της. Έτσι πως είναι σκυμμένη, μου είναι αδύνατο να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω της. Κοιτάζω το μικρό παλμό στο μακρύ λαιμό της. Τον βλέπω να κάνει τικ-τακ σαν ένα ευαίσθητο σπάνιο ρολόι. Συντονίζεται  με την καρδιά μου που τρέχει σαν τρελή, χωρίς ανάσα και κοντεύει να σπάσει. Ιδρώνω στην ιδέα ότι μπορεί να μ’ έχουν πάρει πρέφα οι υπόλοιποι, αλλά η αναστάτωση είναι τέτοια που κανείς δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία. Ευτυχώς που οι σκέψεις μας δεν είναι ορατές.

Τελικά ο Τεό αναχωρεί και όλοι οι υπόλοιποι μαζευόμαστε σιγά – σιγά, πάλι γύρω απ’το τραπέζι. Ευτυχώς τα εδέσματα έχουν περισωθεί και η κάβα του Δημήτρη φαίνεται να μην έχει πάτο. Σε μια ατμόσφαιρα εμφανούς αμηχανίας  κι εκνευρισμού, η αποκαθήλωση ενός ουίσκι μαλτ ‘’Ardbeg’’, 17 ετων [7], ελπίζουμε να γίνει το όχημα μιας αργής, αλλά καθολικώς, επιθυμητής επιστροφής στη προηγουμένη ευδαιμονική μας κατάσταση. Στα κεφάλια όλων υπάρχει η προφανής σκέψη του πόσο εύκολα ένας πικραμένος άνθρωπος, που έχει φάει και πιει τον αγλέουρα, μπορεί να χαλάσει, με μια μόνο κλανιά, τη διάθεση σε ένα εξαιρετικό τσιμπούσι. Ο Ντέμης πρώτος, σαν να μην συνέβη τίποτα, γίνεται ο δημόσιος εκφραστής αυτής της σκέψης.
–         Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τέτοιος εκνευρισμός όταν δυο τρία ποτηράκια είναι αρκετά για να μας φέρουν τον ένα κοντά στον άλλο.
–         Μήπως γιατί ενώ παριστάνουμε, όλοι, τους έξυπνους η ευφυΐα μας είναι τόσο μεγάλη όσο και το τακούνι μιας παντόφλας; λεω εγώ αστειευόμενος.
Αυτό ήταν. Ένα κύμα ευθυμίας σαρώνει την παρέα μας. Αρχίζουν όλοι να γελάνε. Αρχικά δειλά κι αμέσως μετά δυνατά κι ασυγκράτητα. Σαν να ξεστόμισα το πιο σπουδαίο καλαμπούρι του κόσμου. Η Στέφη και η Έυα σχεδόν πέφτουν στο γρασίδι από νευρικό γέλιο, ενώ η Ντόρα πάρα λίγο να πνιγεί από το κρασί. Μετά το ξέσπασμα, επιστρέφει πάλι η πρώην ανέμελη ατμόσφαιρα. Η Φα μαζεύει τα χαρτομάντιλα που χρησιμοποιούν τα υπόλοιπα θυλικά μας για να σκουπίσουν τα δάκρια απ’ τα μάτια τους. Ο Ντέμης ατάραχος όπως πάντα μυρίζει το μαλτ μ΄ ευχαρίστηση.  Ο Πέρης, σα χυμένος λουκουμάς στην πολυθρόνα του μας δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι κοιμάται. Στο μεταξύ ο Δημήτρης με μια έκφραση ικανοποίησης για την εξομάλυνση της βραδιάς, μας προσφέρει πούρα από ένα ξύλινο κασελάκι. Μόνο στους άνδρες. Καθώς σερβίρομαι ρίχνω μάτι στο καρτελάκι. Γράφει: ‘’CohibaSigloVI’’[8]. Εγώ έχω μαύρα μεσάνυχτα απ’ αυτά. Τα πουράκια που καπνίζω με τη σέσουλα, ως βαριά εξαρτημένος καπνιστής, είναι φτηνιάρικα. Ο Δημήτρης όμως σπεύδει να μας διαφωτίσει.
–         Απ΄τα καλύτερα κουβανέζικα… Ταιριάζει απόλυτα με το ουίσκι μας… Λίγο ακριβά, αλλά σήμερα…πώς να το πούμε… έχουμε πανσέληνο. Ρουφάτε αργά κι αφήστε τον ουρανίσκο σας να απολαύσει την υπέροχη γεύση του, μας συμβουλεύει. Εγώ όταν πρωτοδοκίμασα αυτό τοπούρο, μπορώ να πω ότι με πήρε μαζί του σε ένα ταξίδι που δε θα έπρεπε να είναι νόμιμο…..χαχα…
Όσο γι’ αυτό το τελευταίο, ήμουνα σίγουρος. Τα προμηθεύεται οπωσδήποτε απ’ τους μαφιόζους μαζί με τα λαθραία απαγορευμένα λιπάσματα που εισάγει.
–         Τώρα δηλαδή θα καπνίσετε; διαμαρτύρεται ξαφνικά ο Πέρης.
–         Ναι γιατί; Φοβάσαι μην βάλουμε φωτιά στα δάση η μην μολύνουμε το περιβάλλον; του απαντάει ο Δημήτρης
–         Έλα ρε ντάντυ, μη κάνεις τον κινέζο.
Απευθύνεται σε όλους μας.
–         Φρικάρω…. πως μπορεί κάποιος να πληρώνει τόσα λεφτά για να γεμίσει με καπνό τα πνευμόνια του; Φτηνότερο είναι να χωσετε τις μούρες σας στην εξάτμιση ενός αυτοκινήτου και να πληρώνετε στον τύπο τη βενζίνη…
Μένουμε κόκαλο. Ο μικρός, που μέχρι πριν λίγο έμοιαζε ράκος τώρα σφύζει από ζωή και μας τη λέει κι από πάνω. Αυτό θα πει όμως να’ σαι εικοσάρης. Δεν φαντασιώνεις την αθανασία. Είσαι αθάνατος. Ότι σκατά κι αν καταβροχθίσεις το σώμα σου θεραπεύεται πριν να το πάρεις καν χαμπάρι. Απ’ αυτό ορμώμενος και από το μαλτ που τρέχει ευεργετικά στις φλέβες μου, προσπαθώ ν’ αναθερμάνω τη συζήτηση.
–         Τι γνώμη έχετε για την νανοιατρική…την νανοτεχνολογία. Τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχτεί πολύ. Ένας τύπος, ονόματι Robert Freitas, θεωρητικός νανορομποτικής, ισχυρίζεται ότι είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε μικροσκοπικά ιατρικά νανορομπότ που θα περνούν στην κυκλοφορία του αίματος, θα βρίσκουν τις επικίνδυνες ουσίες,  όπως… καρκινικά κύτταρα… βακτηρίδια, κλπ, και θα τα καταστρέφουν.
–         ‘’I, Robot’’[9], με τον Γουίλ Σμιθ….σχολιάζει η Ντόρα. Από ένα βιβλίο του Ισαάκ Ασίμοβ…πολύ σέξι όμως ο Γουίλ Σμιθ…ε… τι λέτε….σκουντάει ελαφρά τη Στέφη και κρυφοχαχανίζουν.
Ο Δημήτρης της ρίχνει μια περίεργη ματιά που όμως δεν περνάει απαρατήρητη.
–         Τώρα… να τρέχουν μέσα στις φλέβες σου διάφορα ζουζούνια …ανατριχιαστικό δεν είναι; απορεί η Στέφη. Εγώ πάντως το βρίσκω ανατριχιαστικό…
Ο Ντέμης, που μέχρι τώρα έπαιζε με τον καπνό απ’ το πούρο του κάνοντας δαχτυλίδια στον αέρα, άνοιξε πάλι το στόμα του.
–         Το ‘’ I, Robot’’, έχει σχέση περισσότερο με τη Κυβερνοποίηση, τα cyborgs…. Ο μετασχηματισμός ενός ανθρώπου σε cyborg μπορεί να περιλάβει τα μοσχεύματα ή την εξαγωγή ενός ανθρώπινου εγκεφάλου και την τοποθέτηση του σε ένα ρομποτικό σύστημα βίο-υποστήριξης. Κάποιος θα ήταν έτσι άτρωτος στη γήρανση και την ασθένεια και θεωρητικά αθάνατος εκτός αν σκοτωθεί ή καταστραφεί.
Ο Δημήτρης γελάει.
–         Όλα αυτά είναι λίγο τρομαχτικά. Συμφωνώ με τη Στέφη…Δεν ταιριάζουν τόσο στους άντρες…. Ταιριάζουν περισσότερο στις γυναίκες. Αυτές είναι πιο εξικιωμένες με εγχειρήσεις…. Πλαστικές ….
–         Ο Μάικλ Τζάκσον, που έγινε σαν το τέρας του Φρανκεστάιν, δεν σας λέει προφανώς τίποτα; Οι πλαστικές των γυναικών σας μάραναν. Σε τι σας ενοχλούν οι πλαστικές μας Δημήτρη μου, τον προκαλεί η Ντόρα.
–         Α μπα….τίποτα δεν έχουν οι πλαστικές. Μόνο που καμιά φορά που θες να πιάσεις βυζί νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε γήπεδο του μπάσκετ.
–         Μακάρι να μπορούσες να παίξεις μπάσκετ….μουρμουρίζει προσβεβλημένη η Ντόρα.
Σήμερα κάτι μολυσμένο πλανιέται στον αέρα. Κάποιοι το πάνε φιρί – φιρί για καυγά. Κι όχι τίποτα άλλο. Το μπουκάλι με το εξαίσιο μαλτ δεν έχει φτάσει ούτε καν στη μέση.
Ο Δημήτρης μορφάζει απαξιωτικά και ευτυχώς, για κάποιο άγνωστο λόγο, δεν ανταποδίδει τα πυρά. Έχει ένα βλέμμα όμως…σαν να λέει: θα τα πούμε όταν πάμε στο κρεβάτι. Αλλά τι λεω. Κοιμούνται σε ξεχωριστές κρεβατοκάμαρες. Το πιο πιθανό είναι να λέει: θα τα πούμε όταν θα φύγουν οι καλεσμένοι μας.
–         Το βρήκα… Ταξίδια στο χρόνο….Μπαίνεις στη μηχανή του χρόνου και ταξιδεύεις στο παρελθόν…λέει η Έυα.
Πριν ανοίξει η Ντόρα το στόμα της, την προλαβαίνει ο Δημήτρης.
–         Ντόρα γλυκιά μου, …μην αρχίσεις να μας αραδιάζεις πάλι ονόματα όπως Ουέλς, Χόκινς και τα συμπαραμαρτούντα….. Δεν είμαστε τμήμα φιλολογίας εδώ…κράτα τις παπαγαλίες σου για αλλού.
Η Ντόρα για να τον εκδικηθεί παίρνει απ’ το κουτί ένα πούρο και το ανάβει.
–         Όπου και να ταξιδέψεις την ίδια ηλικία θα έχεις. Αυτό είναι κάτι σαν την κρυογονική, σχολιάζω.
–         Ας υποθέσουμε όμως ότι, βρίσκουμε τον τρόπο ώστε, κάθε φορά που γυρίζουμε στο παρελθόν, πχ για μια δεκαετία, γινόμαστε νεότεροι κατά δέκα χρόνια;… επιμένει η Έυα.
–         Θα ζούμε συνεχώς τα ίδια πράγματα, θα ακούμε την ίδια μουσική, θα έχουμε την ίδια μόδα…θα ζούμε ξανά και ξανά…πώς να το πω…κάτι σαν ….τη δεκαετία της Μαρμότας, λέει η Στέφη.
–         Την είδα αυτή την ταινία στο ίντερνετ, χώνεται στη μέση ο Πέρης. Μόνο που δεν κατάλαβα τι είναι η Μαρμότα. Ψάρι είναι;…..
Εδώ γελάμε. Η Φα αεικίνητη μας σερβίρει προσεκτικά μαλτ στ’ αρσενικά και κρασί στα θυλικά. Ο Πέρης απλώνει κι αυτός το ποτήρι του αλλά η Φα προς μεγάλη του δυσαρέσκεια του το γεμίζει με κόκα κόλα. Απολαμβάνω το μαλτ με τη ματιά μου να ταξιδεύει μια στον ουρανό και μια στη γη  Μια στο πρόσωπο της Έυας και μια στα πόδια της Στέφης. Αυτός που φαίνεται να με ψυχογραφεί είναι ο Ντέμης. Από την αρχή της βραδιάς με παρακολουθεί όπως ο κυνηγός το θήραμα του. Διακρίνω μια καχυποψία στο πρόσωπο του καθώς τα βλέμματα μας διασταυρώνονται για πολλοστή φορά.
–         Σε μια ταινία, όχι ιδιαιτέρα πετυχημένη, οι άνθρωποι πληρώνονταν με χρόνο. Μετά τα είκοσι η εικοσιπέντε, δεν θυμάμαι καλα, σταματούσε η γήρανση και για να ζήσουν περισσότερο, πάντοτε ως νέοι, έπρεπε να ξοδεύουν χρόνο. Ο χρόνος ήταν η μονάδα κάθε συναλλαγής, ακριβώς όπως  γίνεται σήμερα με το χρήμα. Πέθαινες όταν σου τελείωνε ο χρόνος. Γνωρίζεται τον τίτλο Νίκο;
–         ‘’InTime’’[10], απαντώ. Έτσι λέγεται η ταινία. Ενδιαφέρουσα ιδέα, αφ΄ ενός γιατί ΄΄ο χρόνος είναι χρήμα’’ κι αφ’ετέρου γιατί  ‘’τέλος χρόνου ίσον θάνατος’’. Θα μπορούσε να είναι μια καλή ιστορία κοινωνικής κριτικής αλλά εξελίχτηκε σε μια μέτρια περιπέτεια. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει σε μια κοινωνία νέων, όλα τα υπόλοιπα που θα είχε τη δυνατότητα να περιγράψει τα ξέρεις εσύ καλύτερα ως τραπεζίτης,…. δεν τα ξέρεις;
Όλοι κοιτάζουν πια εμάς τους δυο. Είναι σα μια μονομαχία. Μόνο που δεν καταλαβαίνω ακόμα γιατί.
–         Αναρωτιέμαι τι θα ‘κανες εσύ αν τα πράγματα ήταν έτσι…συνεχίζει την επίθεση ο Ντέμης.
Τώρα εγώ πως να τους πω ότι δεν έχω πια τίποτα. Ότι τα έχασα όλα. Ότι είμαι χρεοκοπημένος. Κάτι σαν μετά από πόλεμο.. πυρκαγιά… σεισμό. Η ικανότητα μου να αγοράζω χρόνο όσο πάει και μειώνεται. Ήδη ζω με μικροδουλειές και χαρτζιλίκι φίλων. Κι αυτό πόσο ακόμα μπορεί να διαρκέσει; Όσο πάει κι εξαντλείται η υπομονή των ευγενικών χορηγών μου. Το αστείο είναι ότι κάποιοι απ΄ αυτούς δείχνουν να μ΄ αγαπούν. Τόσο που αν ήμουν σε κώμα θα ξόδευαν να με κρατήσουν ζωντανό για κάποια χρόνια αλλά τώρα που δυσκολεύομαι να ζήσω, δεν φαίνεται να επιδεικνύουν την ιδία διάθεση. Έτσι είναι οι πλούσιοι. Αν τους πεις ότι τα οικονομικά σου αυτοκτόνησαν, καταλαβαίνουν ότι δεν έχεις αρκετά ώστε να αντικαταστήσεις την BMW με Μερσεντές. Δεν μπορούν καν να φανταστούν ότι όχι μόνο δεν έχεις αυτοκίνητο αλλά συχνά πυκνά ούτε ψιλά για εισιτήριο λεωφορείου.
–         Νομίζω ότι θα είχα πρόβλημα,.. αυτή την εποχή…
–         Μα τι λέτε κύριε Νίκο, με ενθαρρύνει η Στέφη. Εσείς έχετε κάνει τόσα πολλά….Έχετε αποταμιεύσεις,… δεν έχετε;
–         Ε, ναι,… αλίμονο, απαντώ. Και μακάρι να μπορούσε κανείς ν’ αγοράσει νιάτα με λεφτά.
Έτσι κι αλλιώς δεν γνωρίζουν ότι φιλοξενούμαι στο Δημήτρη γιατί δεν έχω που να μείνω. Νομίζουν ότι είμαι στην Αθήνα προσωρινά για δουλειά. Ο Ντέμης όμως είναι λαγωνικό. Κι εγώ ανήκω σ΄ότι μισεί πιο πολύ: τους αποτυχημένους, τους φτωχούς, αυτούς που δεν μπορούν να πληρώσουν τη δόση τους στη τράπεζα, όσο χαμηλή κι αν είναι. Γιατί να θέλω να γίνω αθάνατος; Αυτό που δεν είπα, γιατί με διέκοψαν, στην αρχή της βραδιάς είναι ότι η αθανασία αξίζει όχι μόνο όταν διατηρείς τη νεότητα σου αλλά κι όταν έχεις διασφαλίσει μια καλή και εύπορη ζωή που εγώ πια δυστυχώς δεν διαθέτω.
–         Τι κρίμα να μην είναι έτσι; μονολογεί η Στέφη. Και τι δεν θα ‘δινα να μείνω για πάντα νέα. Αυτή είναι η καλύτερη ιδέα που ειπώθηκε σήμερα εδώ….…
–         Έχω κι εγώ μια καλή ιδέα πετάγεται ο Πέρης. Να γίνουμε όλοι βρικόλακες…. Αυτοί είναι αθάνατοι…..
–         Η ώρα κοντεύει 4ρεις…λέει ο Δημήτρης. Βρικολακιάσαμε….Δεν σας διώχνω αλλά εγώ πάω για ύπνο.
Σηκωνόμαστε όλοι και η Φα άρχιζει να μαζεύει το τραπέζι. Ίσα που πρόλαβα να περισώσω το ποτήρι μου με το μαλτ. Η Έυα τραβάει τον Πέρη να σηκωθεί κι η Ντόρα περιμένει να ξεπροβοδίσει τους καλεσμένους. Πριν φύγει η Στέφη σφίγγεται στην αγκαλιά μου και  μου δίνει ένα σταυρωτό φιλί. Η ζεστασιά του κορμιού της προστέθηκε ευεργετικά (και διεγερτικά) σ’ αυτήν του αλκοόλ.
–         Χάρηκα πολύ για τη γνωριμία κύριε Νίκο….να σας ξαναδούμε….Ελπίζω να μην παρεξηγήσατε τον Τεό. Δεν είναι πάντα έτσι…μόνο όταν πίνει λίγο παραπάνω…ξέρετε εσείς….
Ο Ντέμης μου δίνει το χέρι του συγκρατημένα και καθώς απομακρύνονται προς την έξοδο, χουφτώνει προκλητικά τα οπίσθια της Ντόρας έτσι που να μπορώ να το δω. Στο παράθυρο του πρώτου ορόφου ο Δημήτρης τραβάει διακριτικά την κουρτίνα. Ειρωνικό να συζητάς με βρικόλακες για την αθανασία, σκέφτομαι καθώς πηγαίνω για ύπνο. Όταν μπορείς να γαμάς τόσο εύκολα τόσο πολύ κόσμο είσαι έτσι κι αλλιώς αθάνατος.
Κοιμήθηκα με τα παράθυρα ανοιχτά, συντροφιά με το θρόισμα του νερού απ΄ τους αυτομάτους κρουνούς που πότιζαν το γρασίδι. Ήταν μια ενδιαφέρουσα βραδιά. Δεν ξέρω όμως αν έφτασε στο σωστό τέλος.

Νίκος Γιαννόπουλος / Αθήνα / 2012


[1] ΄΄Υποθετική ατέρμονη παράταση της ζωής των εμβίων οργανισμών’’. Τα λεω καλα;
[2] ‘’Κρυφός’’, σημαίνει ότι όλοι το έχουν βούκινο αλλά δεν γίνονται ποτέ σχόλια όταν οι εμπλεκόμενοι είναι παρόντες γιατί δεν είναι Politically Correct, που λένε κι οι Αμερικανοί.
[3] Μετά από μια ηλικία γίνεσαι κυνικός. Η διπλωματία και η διακριτικότητα δεν είναι πια τόσο αναγκαία μια και ουσιαστικά δεν έχεις να χάσεις και πολλά πράγματα πλέον. Έτσι χωρίς καν να το καταλάβεις αρχίζεις να λες ή τουλάχιστον να σκέφτεσαι τα πράγματα με το όνομα τους. Αποστασιοποιείσαι από την πραγματικότητα σαν να μην ανήκεις ούτε εσύ σ’ αυτή, γίνεσαι παρατηρητής, και τότε όλα γίνονται γεγονότα και ως γνωστόν τα γεγονότα στερούνται συναισθήματος και ηθικής. Έτσι οι παρατηρήσεις  μετατρέπονται σε διαπιστώσεις.
[4] Βαθύ κόκκινο χρώμα. Σύνθετα και ευδιάκριτα αρώματα από λικέρ καφέ, μαρμέλαδες κόκκινων φρούτων, κουτί πούρων, σβησμένο τζάκι, κέδρο και γραφίτη. Στο πλούσιο στόμα το φρούτο γίνεται ακόμη πιο ευδιάκριτο και συμπυκνωμένο. Νόστιμες, ισχυρές και κλασάτες ταννίνες, εξαιρετική επίγευση και μεγάλη αρωματική διάρκεια. Μη με παρεξηγησετε, δεν κανω γκριζα διαφημηση.
[5]THE CURIOUS CASE OF BENJAMIN BUTTON,του Ντέιβιντ Φίντσερμε τους Μπραντ Πιτ, Κέιτ Μπλάνσετ, Τίλντα Σουίντον
[6] Ιστορια 8η, H ΛΙΘΟΣ, ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ από το ‘’ TO ΈΓΚΛΗΜΑ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΡΟΥΤΊΝΑ’’.
[7] Η Ardberg είναι μία παλιά ποτοποιία. Το μαλτ αυτό εχει καθαρό χρώμα και κάπως ελαφριά καπνώδη, αλλα υπεροχη, γεύση
[8] Η έκτη και τελευταία προσθήκη της σειράς Cohiba La Linea 1492, για τον εορτασμό της άφιξης του Χριστόφορου Κολόμβου στην Αμερική, πήρε το ψευδώνυμο «κανόνι». Το Singlo VI, της κατηγορίας toro, διαθέτει έναν από τους πιο φίνους καπνούς στην κουβανέζικη αγορά. Ο βαρύς καπνός του εμπλουτισμένος με ένα μείγμα υπέροχων γεύσεων, εξηγεί τον τεράστιο αριθμό πιστών οπαδών του.
[9] «Εγώ, Το Ρομπότ», του Άλεξ Πρόγιας / 2004
[10] ‘’In Time’’, του Άντριου Νικόλ / 2011

Ο ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΑΣ

Ο ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΑΣ

Τώρα που τα πράγματα ηρέμησαν, τρόπος του λέγειν να πούμε, λόγω του ότι οι εκλογές τερμάτισαν για τα καλά, νιώθω την ανάγκη να εξηγήσω το πως και το γιατί μου κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι. Δεν είναι ότι μ’ ενοχλεί ιδιαίτερα, το βρίσκω μάλιστα αρκετά πρωτότυπο, αλλά να….πως να το πω…εντάξει;…..έχει να κάνει με τη Χρυσή Αυγή. Το είπα, ..δεν το είπα;…..
Τη πρώτη φορά που άκουσα για τη Χρυσή Αυγή, ήταν όταν χάθηκε η γιαγιά μου. Κάποιος χρυσαυγίτης την πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, στη πάνω μεριά της Αχαρνών, (παρ’ όλο που η γιαγιά μου είχε σοβαρές ενστάσεις επ’ αυτού,) γιατί νόμιζε ότι πηγαίνει στη τράπεζα να πάρει τη σύνταξη της. Τη βρήκαμε οχτώ ώρες αργότερα, αφού προηγουμένως είχαμε τηλεφωνήσει σε όλα τα νοσοκομεία της Αττικής και στην Αστυνομία, που μας είπαν ότι δεν μπορούμε να την δηλώσουμε ως αγνοούμενη αν δεν περάσουν 24ρεις ώρες, ( έτσι πήγαν χαμένες οι 300 αφίσες που τυπώσαμε για να κολλήσουμε στις κολόνες και στις βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων της γειτονιάς ) να κάθεται εξαντλημένη στα εξωτερικά σκαλιά ενός νεοκλασικού, διπλά ακριβώς από την Τράπεζα. Έδειχνε τόσο πεσμένη που οι περαστικοί τη λυπόντουσαν και της έριχναν διάφορα κέρματα. Δεν φανταζόμουν ότι σε τόση ώρα θα μάζευε 25 ευρώ, 4 κουμπιά και δυο τσίχλες. Δεν αρνούμαι τη σκέψη ότι αν την αφήναμε εκεί λίγες ώρες κάθε μέρα θα έβγαζε πολύ περισσότερα χρήματα απ’ τη σύνταξη της, όπως έκαναν άλλωστε και κάτι γείτονες μας με το παππού τους. Η μάνα μου όμως διαφώνησε καθέτως.
Πάντως εγώ, με τον ένα η τον άλλο τρόπο, εκτίμησα αυτή τη χειρονομία του χρυσαυγίτη. Άσχετα με το αποτέλεσμα, έκρινα ότι το έκανε από καλή πρόθεση. Και κάτι τέτοια εγώ τα εκτιμώ. Αυτά άλλωστε δεν μαθαίναμε και στους πρόσκοπους, όταν ήμασταν πιτσιρικάδες; Θα μου πείτε: γιατί δεν γύρισε τη γιαγιά μου πάλι πίσω; Γιατί απλούστατα, τα γραφεία της Χρυσής Αυγής είναι από την κάτω μεριά της Αχαρνών. Αυτό λέει η λογική. Άλλος λόγος είναι ότι την ξέχασε. Μπορεί ο χρυσαυγίτης να είχε πολλές σκοτούρες στο μυαλό του.
Κατόπιν τούτου, αποφάσισα να μάθω για τη Χρυσή Αυγή περισσότερα. Έτσι άρχισα να πηγαίνω στις συγκεντρώσεις τους, με τις καλύτερες προθέσεις. Εκεί γνώρισα και τον παιδοβούβαλο που πέρασε τη γιαγιά μου απέναντι. Ήταν 1 και 90, πάνω από 130 κιλά και τα βράδια έκανε πόρτα σε ένα σκυλάδικο κάπου στην Ιερά Οδό. Την ημέρα περνούσε ηλικιωμένους απέναντι. Καυχιόταν δημοσίως ότι το τελευταίο εξάμηνο κανένας ηλικιωμένος δεν κατάφερε να του αντισταθεί. Δεν του συστήθηκα γιατί μου φάνηκε λίγο ακατοίκητο κεφάλι. Αλλά ούτε κι αυτός με αναγνώρισε γιατί δεν μοιάζω καθόλου στη γιαγιά μου. Αυτά που σας λεω συνέβησαν λίγο πριν τις εκλογές της 6ης Μαΐου. Έτρεχα μαζί τους στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Μου δώσανε να φοράω μια μαύρη μπλούζα και να κρατάω μια σημαία με το λογότυπο τους, (το σήμα κατατεθέν να πούμε), δεμένη στην άκρη από ένα ρόπαλο. Όλοι είχαν στρατιωτικούς βαθμούς. Λοχαγοί, λοχίες, δεκανείς, συνταγματάρχες κλπ. Εγώ όμως ήμουν ακόμα στρατιώτης. Δεν έλαβαν καθόλου υπ’ όψιν τους, το γεγονός ότι όταν υπηρέτησα στο στρατό είχα φτάσει μέχρι το βαθμό του επιλοχία. Το εξήγησα…., δεν το εξήγησα;…..Όταν εμφανιζόταν ο μεγάλος αρχηγός έπρεπε να σηκωνόμαστε όλοι όρθιοι, όπως κάναμε στο δημοτικό όταν έμπαινε στην τάξη ο δάσκαλος.. Ρώτησα γιατί και μου είπαν ότι έτσι πρέπει, γιατί ο Αρχηγός είναι ο Αρχιστράτηγος, ο Στρατηλάτης που θα μας οδηγήσει στη νίκη. Κάτι δηλαδή σαν το Μέγα Αλέξανδρο, κάτι σαν αυτοκράτορας, (στο πιο μπασμένο να πούμε) ‘’Σ’ αυτή τη περίπτωση’’, επεσήμανα ορθώς, ‘’μου φαίνεται πιο σωστό να προσκυνάμε κι όχι να συκονόμαστε όρθιοι. Έτσι αρμόζει σε έναν αυτοκράτορα.’’ Δεν είπα και κάτι δύσκολο. Αυτά μάθαμε στο σχολείο. Μου είπαν ‘’να αφήσω τις μαλακίες. Ο Αρχηγός μας διακατέχεται από δημοκρατικά αισθήματα.’’ Εμένα πάντως, (αυτό μεταξύ μας να πούμε,) μου φάνηκε ότι ενώ το επιθυμούσε δεν γνώριζε και πολλά από αυτοκρτοριλίκια γι΄αυτό και συμπεριφερόταν σαν δάσκαλος. Και δεν έμοιαζε καθόλου με αυτοκράτορα. Προφίλ έμοιαζε με ρωμαίο βετερινάριο και αν-φας με νηστικό. Είχε όμως σπουδαίο λέγειν. Η αλήθεια να λέγεται. Αν δεν τον δείτε να μιλάει ζωντανά ότι και να σας πω είναι σαν ένα κτίριο χωρίς το σύνολο τους, σαν τη ζωγραφιά ενός αυγού που απεικονίζει το σχήμα και το χρώμα του, αλλά όχι τη γεύση και τη μυρουδιά του…και εδώ μιλάμε για πολύ έντονη μυρουδιά…….
Κάτι άλλο που μου έκανε, εν πρωτοις, επίσης πολύ εντύπωση, είναι που σε μια συγκέντρωση, ένας τύπος, πήρε αυθόρμητα το μικρόφωνο και είπε ότι μέχρι τότε το μόνο κόμμα που ψήφιζε ήταν το ΠΑΣΟΚ, αλλά μετά τη προδοσία του Γιωργάκη με το μνημόνιο, αποφάσισε να ψηφίσει Χρυσή Αυγή, το μοναδικό πατριωτικό κώμα. Να δείτε όμως έκπληξη, όταν αυτός ο τύπος, ξαναεμφανίστηκε και σε μια άλλη συγκέντρωση, εξίσου αυθόρμητα. Αυτή τη φορά είπε ότι σ’ όλη του τη ζωή ψήφιζε ΝΔ, αλλά μετά την προδοσία του Κωστακη και του Σαμαρά που σιγοντάρισαν τον Γιωργάκη με το μνημόνιο, αποφάσισε να ψηφίσει Χρυσή Αυγή, το μοναδικό πατριωτικό κώμα. Η πλάκα ήταν ότι τον ξαναείδα σε άλλη προεκλογική συγκέντρωση, όπου ισχυρίστηκε αυθορμήτως, ότι από πάντα ψήφιζε ΚΚΕ, αλλά όταν έμαθε για τα αίσχη του Στάλιν στη Σοβιετική Ένωση και πόσο πολύ υποφέρουν οι μαύροι στην Αμερική από τον Ομπάμα, αποφάσισε να ψηφίσει Χρυσή Αυγή, που είναι το μόνο κώμα που ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο αν εξαιρέσουμε τους Εβραίους, (όσους φυσικά δεν πρόλαβε να ξεκάνει ο Χίτλερ), τους Ομοφυλόφιλους, (αυτούς που δεν έφυγαν ακόμα για διακοπές στη Μύκονο), τους Ξένους, (όχι τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Μόνο τους Ασιάτες, τους Αφρικανούς και τους Βαλκάνιους. Δεν συμπεριλαμβάνονται επίσης οι Ρώσοι, οι Αβορίγινας και οι Εσκιμώοι, για εντελώς διαφορετικούς λόγους να πούμε. Για άλλες εθνικότητες δεν έγινε κουβέντα), τους Νάνους ( μάλλον εννοούσε αυτούς που παίζουν στο τσίρκο Μεντράνο) και τους Κομμουνιστές. Αναρωτήθηκα που μπορεί να βρει κανείς κομμουνιστές αυτή την εποχή. Εμένα η λέξη ‘’κομμουνιστής’’ μου θυμίζει σύντομο ανέκδοτο. Κάτι σαν το ‘’Σουηδός αθλητής’’ το ‘’Αλβανός Επιχειρηματίας’’ η το Πακιστανός Τουρίστας’’. Εν πασει περιπτώσει. Αυτά συμβαίνουν. Ας μην κρυβόμαστε υποκριτικά πίσω από το δάχτυλο μας. Κάθε κώμα κάτι θέλει, ακόμα κι αν δεν το διατυμπανίζει. Π.χ. το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να αντλήσει κεφάλαιο από την εκκλησιαστική περιουσία. Η ΝΔ επιδιώκει να αντλήσει κεφάλαιο από τους συνταξιούχους. Και το ΚΚΕ θέλει να καταργήσει εντελώς το κεφάλαιο.
Εμείς, στη Χρυσή Αυγή πάντως, πιο εύκολα εντοπίζαμε τους Πακιστανούς και τους μαύρους παρά τους Εβραίους και τους κομμουνιστές να πούμε, κι έτσι διασκεδάζαμε τα βράδια. Τους παίρναμε από πίσω και τους μπαστακώναμε με τα ρόπαλα χωρίς τις σημαίες στην άκρη. Διατηρώ ωραίες αναμνήσεις από αυτές τις νυχτερινές εξορμήσεις. Δεν ένιωθα μόνο δυνατός αλλά και κοινωνικά χρήσιμος, κυρίως γιατί όλοι αυτοί οι ξένοι μας παίρνουν τις δουλειές. Βεβαία διατηρούσα και κάποιες αμφιβολίες γιατί δεν γνώριζα αρκετούς Έλληνες που θα ήθελαν να σκουπίζουν δρόμους, να μαζεύουν σκουπίδια, να μερεμετίζουν σπίτια με κοψοχρονιάτικο μεροκάματο και να κάνουν ντελίβερι πίτσες. Για την ακρίβεια, δεν γνώριζα κανένα που να ήθελε να κάνει τις δουλειές των αλλοδαπών, αλλά φυσικά δεν το συζητούσα. Μερικά ζητήματα είναι πιο πολύπλοκα απ΄ότι μας περνάει από το μυαλό. Εγώ πχ. έχω σπουδάσει νοσοκόμος. Είναι μια δουλειά με ειδίκευση αν και όχι πολύ ευχάριστη. Είμαι άνεργος εδώ και ένα χρόνο, θύμα των περικοπών εργασίας λόγω μνημονίου. Εξακολουθώ να ψάχνω δουλειά και ομολογώ ότι στα νοσοκομεία που πάω και κάνω αιτήσεις δεν είδα να εργάζονται ως νοσοκόμοι αλλοδαποί. Αντίθετα είδα πολλές νοσοκόμες αλλοδαπές. Το βασάνισα λίγο το πράγμα στο κεφάλι μου και κατόπιν επεξεργασίας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κανένας Έλληνας εγχειρισμένος δεν θα ήθελε να του καθαρίσει τον κωλο ένας Πακιστανός η ένας έστω Αλβανός, κάτι που δεν ισχύει φυσικά για τις μικροκαμωμένες Φιλιππινέζες η τις μπαλκονάτες Ρουμάνες. Εκεί αντίθετα υπάρχει ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση να πούμε.
Ένα άλλο, από τα αγαπημένα μας κόλπα, ήταν να σταματάμε τα τρόλεϊ στο κέντρο της Αθήνας και να κατεβάζουμε κάτω όλους τους αλλοδαπούς. Δεν λέω. Είναι άκρως διασκεδαστικό, ιδίως όταν επρόκειτο για το τελευταίο τρόλεϊ, γιατί οι περισσότεροι αλλοδαποί δεν έχουν λεφτά για ταξί κι πρέπει να πάνε σπίτι τους με τα πόδια, συχνά στην άλλη άκρη. Μερικές φορές όμως αυτό δεν το έβρισκα σωστό γιατί όπως σε όλα τα πράγματα υπάρχει κι εδώ μια καλή πλευρά. Κι εμένα αρέσει να βλέπω τα καλά…. Τυχαίνει να παίρνω συχνά το τρόλεϊ παρ’ όλο που έχω ένα παπάκι, ειδικά όταν δεν έχω ευρώ για τη βενζίνη. Εδώ δώστε βάση…Ένα τρόλεϊ γεμάτο αλλοδαπούς είναι σαν ένα κινούμενο ινστιτούτο ξένων γλωσσών και μάλιστα χωρίς εγγραφή. Έμαθα έτσι ένα σωρό ξένες λέξεις. Εντάξει…οκ…κυρίως βρισιές ..αλλά και άλλες λέξεις πιο χρήσιμες….. , κι όλα αυτά μέσα στην τιμή του ενός εισιτηρίου.

Για να μην χάσουμε τη φόρμα μας, τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε για προπόνηση στα γήπεδα. Ανάλογα με τα κέφια μας και από πού προέρχονταν οι εκάστοτε δωρεές για την ενίσχυση του πατριωτικού αγώνα μας, άλλοτε δέρναμε τους παναθηναϊκούς, τους ολυμπιακούς, τους αεκτζίδες και ούτω καθεξής. Φαινομενικά, με τα μαντήλια τυλιγμένα στα πρόσωπα, τις μολότοφ και τις μαγκούρες, μπορεί να μην ξεχωρίζαμε από τους χούλιγκαν, αλλά μην μας μπερδεύετε μ΄αυτούς. Οι χούλιγκαν είναι ένα μάτσο άταχτοι ταραξίες, χωρίς υψηλούς ιδεολογικούς στόχους όπως εμείς. Ασκούν βία για τη βία κι όχι βία για την Πατρίδα. Την έπεφταν ακόμα και στα αδέλφια μας τα ΜΑΤ. Μπορείτε να το φανταστείτε…όχι, πείτε μου, μπορείτε;..
Δε λεω όμως, είχαμε κι ομοιότητες. Αν οι χούλιγκαν κατέβαιναν στις εκλογές θα ήταν σίγουρα οι μόνοι με τους οποίους θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε μαζί κυβέρνηση.
Με κάτι τέτοια και μ΄αυτά, φτάσαμε στις πρώτες εκλογές. Ψήφισα, φυσικά, Χρυσή Αυγή. Τι άλλο να ψήφιζα;… Ήταν μάλιστα η πρώτη φορά που δεν έβαλα μορταδέλα στο φάκελο. Το αποτέλεσμα ήταν ποιο εντυπωσιακό κι από πραξικόπημα. Βγήκαμε στους δρόμους μεθυσμένοι από χαρά και εθνικό οίστρο. Και τότε έγινε κάτι, που δεν μου άρεσε καθόλου και μ’ έκανε ν΄ αλλάξω άρδην γνώμη.
Το βράδυ των εκλογών, εκεί που γυρίζαμε την πόλη τραγουδώντας τον Εθνικό ύμνο, – μόνο τις δυο πρώτες στροφές ξέραμε – είδα σε μια ταβέρνα τον οδοντογιατρό μου. Πήγα να τον χαιρετίσω αλλά ίσα που πρόλαβα να πω μια καλησπέρα. Οι συναγωνιστές μου όρμηξαν, τον έριξαν κάτω, κι άρχισαν να τον κλωτσάνε. Έγινα Τούρκος. Άρχισα να φωνάζω βοήθεια και να προσπαθώ να τον προστατέψω… Με τα πολλά, όταν ακούστηκαν σειρήνες περιπολικών, προφανώς γιατί κάποιος άλλος πελάτης κάλεσε την αστυνομία, τον άφησαν πτώμα και έφυγαν. Βοήθησα να τον πάμε στο νοσοκομείο. Μερικά πλευρά σπασμένα και μώλωπες σε όλο του το σώμα. Πολύ φτηνά τη γλύτωσε ο φουκαράς.
Την άλλη μέρα πήγα ντουγρού στα γραφεία και ζήτησα εξηγήσεις. Μου είπαν ότι, ‘’ότι έγινε, έγινε γιατί ήταν αλλοδαπός’’. ‘’Μα δεν ήταν Πακιστανός η μαύρος’’, είπα εγώ. ‘’Ήταν Κούρδος. που ζει στην Ελλάδα 30 χρόνια, και σπούδασε Πανεπιστήμιο, και πληρώνει και φόρους, και είναι και παντρεμένος με Ελληνίδα, και είναι κι ο οδοντογιατρός μου…’’ ΄΄Ναι, γεια σας…. γι’ αυτό τον πλακώσαμε’’, μου είπαν. ‘’Κάτι τέτοιοι τύποι παίρνουν τις δουλειές από τους Έλληνες. Αλλά το χειρότερο δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι που παντρεύτηκε Ελληνίδα και μαγάρισε την ελληνική φυλή.’’ ‘’Δηλαδή τι σημαίνει αυτό’’, τα πήρα στο κρανίο. ‘’Η Ελλάδα πάντα είχε ξένους. Ακόμα και στην Αρχαία Ελλάδα οι Σπαρτιάτες δεν ήταν ίδιο φύλο με τους Αθηναίους, ούτε με τους Μακεδόνες, ούτε με τους Κρήτες. Άσε που λόγω της γεωγραφικής της θέσης όλοι πέρασαν απ’ την Ελλάδα και φυσικά όλοι, γάμησαν στην Ελλάδα. Αν ψάξετε από που κρατάει η σκούφια σας, θα βρείτε σίγουρα κάποιο Τρώα, Πέρση, η κάποιο Ρωμαίο, η Σταυροφόρο, η Άραβα, η Οθωμανό, η Αρβανίτη, η Γερμανό, η πόντιο, η έστω κάποια Σουηδέζα. Το μέγα λάθος είναι που οι αρχαίοι δεν είχαν μηχανογραφημένα αρχεία, ανιστόρητοι μαλάκες…Παράδειγμα ο Αρχηγός σας. Μοιάζει με διασταύρωση πουλόβερ με καυτό νερό. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο στη ζωή μου, που να τον στενεύει τόσο πολύ το σώμα του…..άσε που περπατάει σαν συγκαμένος.’’
Ναι… Εγώ τα είπα όλα αυτά….Και να σκεφτείτε ότι ήμουν μαθητής του 10 στη Λεόντειο.
Μετά απ’ αυτό;… Με σούταραν απ’ τη Χρυσή Αυγή. Με σχόλασαν. Με τζάσανε, με έκαναν πέρα, με φτύσανε, με πέταξαν έξω.
Φτηνά τη γλύτωσα ο φουκαράς. Μερικά πλευρά σπασμένα και μώλωπες σ΄όλο το σώμα.
Από την άλλη μέρα ένιωθα σα μια χαμένη ψυχή. Κι από πάνω πονούσα κιόλας.
Μέχρι τις εκλογές του Ιούνη δεν ήξερα ποιο κώμα να ψηφίσω. Κι έτσι μου κόλλησαν το ‘’αναποφασίστας΄΄.
Στις δεκαεφτά, των επαναληπτικών εκλογών, αγόρασα σαλάμι Ουγγαρίας και πήγα στο εκλογικό μου κέντρο αποφασισμένος για το χειρότερο. Έμεινα ώρα πίσω απ΄το παραβάν. Σκέφτηκα τη ζωή μου ανάποδα. Κοίταξα και το μέλλον. Όχι ότι είδα και πολλά μες τα σκοτάδια. Μετά έκανα ένα γρήγορο μπάσιμο στην κάλπη και τό ΄ριξα στο ……… Ντρέπομαι να σας το πω……Πάντως όχι Χρυσή Αυγή.
Βρήκα στο προαύλιο του εκλογικού κέντρου, την άραξα στο πεζούλι της αυλής κι απόλαυσα τον ήλιο και το σάντουιτς που ετοίμασα. Ψωμί πολύσπορο από προζύμι, ψιλοκομμένες φέτες φρέσκιας ντοματούλας, σπιτικό αγγουράκι τουρσί και το σαλάμι Ουγγαρίας που αγόρασα το πρωί και δεν το έριξα στην κάλπη.
Τελικά, σκέφτηκα, ‘’τίποτα δεν είναι τόσο όμορφο, που να μην είναι άσχημο αν το κοιτάξεις από κοντά….’’. Μόνο που δεν θυμάμαι ούτε που το διάβασα, ούτε τι σχέση έχει μ΄όλα αυτά. Αλλά σαν ιδέα δεν είναι εξαιρετική, να πούμε;

Αυτό το κείμενο γράφτηκε την 17 Ιουλίου, στην αυλή του σπιτιού μου, 2η και 30’ το πρωί.
Θερμοκρασία 32°C / Τρέχων: Καθαρός / Άνεμος: Β σε 39 χμ/ώ / Υγρασία: 45%
Νίκαια 2012
Πινόκιο Δ.

Όσο υπάρχει μιζέρια, υπάρχει ελπίδα

Νυχτέρια, μέρες, χρόνια… Έχω χάσει την αίσθηση του χρόνου πιά! Χαμένος μέσα στην ζάλη ποτών, ονείρων και ουσιών γυρεύω μιαν αιτία… ένα κάτι.. ένα γιατί… Ένα γαμώτο, που να με πάρει! Χαμογελάω συνέχεια, ώστε κανείς να μην προσέξει την θλίψη των ματιών μου. Φοράω μαύρα και κανείς δεν προσέχει την μαυρίλα στην ψυχή μου.

Mα μόλις βρίσκομαι κοντά σου, ξεχνώ την μιζέρια της ρουτίνας μου. Ταξιδεύω μες το πλοίο των ονείρων μου, στον πιο όμορφο ωκεανό: τα μάτια σου! Νιώθω πιο σαστισμένος από ποτέ. Είμαι πιο ζαλισμένος και από το πρώτο μου μεθύσι. Αυτά τα μάτια τα λατρεύω σαν Θεό και ξέρω πως θα τα αγαπώ ό,τι και αν γίνει. Ακόμα και αν με ρίξεις στον Καιάδα των δακρύων σου. Ακόμα και αν οι μοίρες μας κρατήσουν για πάντα μακρυά.

Γαμώ την πίστη μου!!! Το μόνο που θέλω είναι να φωνάξω «Σ’αγαπώ, σώσε με…» και όλο μαλακίες γράφω. Πάλι  λοιπόν απόψε θα αντικρύσω τον καθρέφτη. Πίσω θα αχνοφαίνεται η μορφή κάποια τυχαίας γνωριμίας, που μες την τρέλα μου νόμιζα ότι σου μοιάζει. Θα χαμογελάσω και ύστερα θα με φτύσω… όπως κάθε βράδυ!

Γιατί ξέρω που μπορώ να βρώ την ευτυχία μου, αλλά αρκούμαι στα placebo!

…αλλά και πάλι, κάνουν την δουλειά τους! Είμαι ευτυχισμένος… ή όχι;;; Είμαι!!! Είμαι;;;

Δυο χρόνια αργότερα, δυο χρόνια νωρίτερα.

Όταν προσπαθείς να θυμηθείς γεγονότα από το παρελθόν, διαπιστώνεις ότι όλα καλύπτονται από μια πυκνή ομίχλη. Αυτό που βλέπεις είναι μόνο κάποιες αδρές πινελιές. Ο χρόνος, σαν το νερό, εξαφανίζει τις ασήμαντες λεπτομέρειες κι αφήνει πίσω του μόνο όσα γεγονότα είναι πιο ανθεκτικά. Αυτό όσον αφορά προσωπικές σε μας εμπειρίες. Πόσο μάλλον όταν αφορά σε πράγματα που κι εμείς μάθαμε μέσα από διηγήσεις και μισόλογα τρίτων. Μια τέτοια ιστορία θα σας πω σήμερα για κάποιον που έζησε και πέθανε άγνωστος σε σας αλλά ξεχωριστός για μένα. Γεννήθηκε το 1909 η το 1910, στην Αντράνοβα της Ευρυτανίας, σε μια τοποθεσία που την έλεγαν Μπαργόρι. Σήμερα το χωριό λέγεται Ασπρόπυργος. Ο Γιάννης ήταν ο πρωτότοκος από τέσσερα αδέλφια και απ’ ότι έλεγε, έφτασε μόνο μέχρι τη πρώτη γυμνασίου. Τα χρόνια δύσκολα κι η φτώχια μεγάλη. Πολλοί μετανάστευαν τότε παντού , αλλά κυρίως στην Αμερική. Στα δεκατρία του, η έτσι νόμιζε, ο πατέρας του τον έστειλε πακέτο στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει σαν μπακαλόγατος στο κυριλέ μπακάλικο που είχε ένας κοντοχωριανός, συχωρεμένος εδώ και πολλά χρόνια, ο Βαγγέλης. Μπακαλόγατος ήταν το παραπαίδι που δούλευε στο μπακάλικο και κοιμόταν εκεί, στο πατάρι, τις περισσότερες φορές μαζί με αλλά παραπαίδια. Το μπακάλικο που ονομάζονταν ‘’Ευρυτανία’’ ήταν στην Τσιμισκή, στον εμπορικότερο δρόμο της πόλης. Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Παλιά παραλία και στα κάθετα στενά ζούσαν οι πλουσιότερες οικογένειες της Θεσσαλονίκης. Τότε, αλλά και για πολλά χρονιά αργότερα, μέχρι και το τέλος του ’60, οι μόνοι που επισκέπτονταν το μπακάλη και τον μανάβη ήταν οι υπηρέτριες, αλλά κι αυτές δεν έμπαιναν στον κόπο να παραλάβουν τις παραγγελίες. Την μεταφορά την έκαναν τα μπακαλόπαιδα με ποδήλατα. Οι λογαριασμοί γράφονταν από τον καταστηματάρχη σε ένα μεγάλο τεφτέρι, σε ξεχωριστή σελίδα για κάθε πελάτη, και στο τέλος του μήνα εισέπραττε το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης,

Τα χρόνια εκείνα, στα χωριά, η φτώχεια ήταν τόσο μεγάλη, που τα παιδιά δεν γνώριζαν τι είναι τα εσώρουχα. Έτσι, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βαγγέλης, ήταν να τους αγοράσει εσώρουχα και να τους πιέζει να πλένονται τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.

Ο Γιάννης προσαρμόστηκε γρήγορα. Άρχισε να γαμπρίζει και φρόντιζε πάντα να είναι καθαρός και καλοντυμένος. Εκτός δουλειάς, αν και οι ώρες εργασίας τότε ήταν πολλές, κυκλοφορούσε με κοστούμι, ώστε να δημιουργεί καλή εντύπωση.. Το παντελόνι, με καλοσιδερωμένη τσάκιση. Για να το πετύχει αυτό το δίπλωνε και το ‘βαζε κάτω απ’ το στρώμα του κρεβατιού. Το σακκάκι, σταυρωτό και με φαρδύ πέτο, συμφωνά με τις επιταγές της μόδας της εποχής. Κατά τα άλλα ήταν μάλλον φρόνιμος τύπος, δουλευταράς και οικονόμος, προσόντα που εκτίμησε τ’ αφεντικό του και το’38, όχι μόνο τον έκανε συνεταίρο αλλά του προξένεψε και μια ανιψιά του.

Η Στεφανία ήταν από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, το τρίτο κορίτσι από 4 συνολικά αδέλφια. Τ’ αλλά δυο κορίτσια ήδη παντρευτήκαν και πήγαν στην Αμερική ενώ το αγόρι σπούδασε αργότερα ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Η Στεφανία δεν τελείωσε το δημοτικό. Την σταματήσανε στην πέμπτη. Τότε η παντρειά ήταν σημαντικότερη από τα γράμματα για μια γυναίκα. Το προξενιό έγινε με μια φωτογραφία που έστειλαν απ’ το χωριό. Του γυάλισε του Γιάννη και την ερωτεύτηκε και με τη φωτογραφία αυτή την αναγνώρισε όταν η Στεφανία έφτασε στο σιδηροδρομικό σταθμό Θεσσαλονίκης. Η Στεφανία έδειχνε ωραία στα νιάτα της, με κείνο το φόρεμα του μεσοπολέμου, κι ας ήταν φτηνό, δώδεκα χρόνια μικρότερη από τον Γιάννη, η έτσι νόμιζε, αλλά ένα κεφάλι πιο ψηλή και μάλιστα χωρίς τακούνια. Ίσα που πρόλαβαν να παντρευτούν όταν τον επιστρατεύσαν το ’39.

Ο Γιάννης πολέμησε ηρωικά τους Ιταλούς, με το βαθμό του λοχία, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Έλληνες στρατιώτες, κι όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα από τη Βουλγαρία, παρέδωσε το όπλο του, υπακούοντας στις επίσημες διαταγές του Ελληνικού Αρχηγείου Στρατού, όπως άλλωστε και πολλοί άλλοι Έλληνες στρατιώτες, και γύρισε στη Θεσσαλονίκη από την Ήπειρο, με τα πόδια. Τρεις ολόκληρες εβδομάδες ποδαρόδρομο μέσα στον κρύο χειμώνα. Έζησε αρμονικά με τη Στεφανία, σχεδόν σαράντα χρόνια, προφανώς γιατί τότε οι κοινωνικοί ρολόι ήταν πιο σαφείς απ’ ότι σήμερα, κι απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Οι δουλειές στο μαγαζί πήγαιναν καλά και το μπακάλικο εκσυγχρονίστηκε αργότερα σε ντελικατέσεν παντοπωλείο και μετονομάστηκε ‘’Ευρώπη’’. Πάντα στο κέντρο της πόλης, με τις παραγγελίες να γίνονται πλέον τηλεφωνικά και τα μπακαλόπαιδα να μεταφέρουν με τα ποδήλατα, όπως και πριν, τις παραγγελίες κατ’ οικον.

Σ’ όλη του τη ζωή δεν ήξερε άλλο από δουλειά. Ακόμα και τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, πήγαινε στο μαγαζί για να ταχτοποιήσει, να σημειώσει τις ελείψεις, να τσεκάρει τις παραγγελίες και να βάλει σε τάξη τους λογαριασμούς. Αν και λιγότερο εκδηλωτικός από τη Στεφανία, υπήρξαν, παρ’ όλες τις αντιξοότητες της ζωής, ακατανόητο για τα δικά μας μάτια, αισιόδοξοι. Αντιμετώπιζαν τη ζωή με μια γενναιοδωρία που σπάνια συναντά κανείς στις μέρες μας, χωρίς μεμψιμοιρία και ανεξάρτητα από την περιορισμένη οικονομική τους κατάσταση. Εγώ και τ’ αδέλφια μου, μεγαλώσαμε σ΄ένα σπίτι όπου σχεδόν πάντα υπήρχε κάποιος φιλοξενούμενος, συγγενής, συγχωριανός η ακόμα και κοντοχωριανός. Λες κι ήταν οικογένεια μας όλη η Ευρυτανία. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορώ έκτοτε να ζήσω σε σπίτι που να μην περισσεύει ένα δωμάτιο για φιλοξενία, κι ας μένει άδειο τον περισσότερο καιρό. Δεν τον θυμάμαι να φοβάται για κάτι, εκτός από τα αεροπορικά ταξίδια. Δεν ταξιδέψε ποτέ μ’ αεροπλάνο.
Πέθανε τη δεκαετία του ’80, σε ηλικία 75 χρονών, η έτσι τουλάχιστον νόμιζε, και το τελευταίο πράγμα που μας είπε πριν πεθάνει, ήταν: ‘’Να προσέχετε τη μητέρα σας’’.

Εγώ ήμουν το μεγαλύτερο αγόρι, από τρία αδέλφια, με την αδελφή μας μεγαλύτερη. Ομολογώ ότι δεν ήμουν και πολύ φρόνιμος μικρός, αλλά εκείνη την εποχή μας ‘’χειροτονούσαν’’ ταχτικά και πολλές φορές δι’ ασήμαντο αφορμή. Τις τρώγαμε δηλ. και στο σχολείο και στο σπίτι. Μην φανταστείτε κάτι κακό. Δεν επρόκειτο για κακοποίηση, αλλά για μια παιδαγωγική μέθοδο με ευρύτερη κοινωνική αποδοχή. Κάτι σαν την εξομολόγηση, μόνο που έφερνε δάκρυα στα μάτια γιατί πονούσε λίγο περισσότερο. Κάθε αταξία πληρωνόταν με χαστουκάκια στα μάγουλα η με μπάτσες στα οπίσθια, στο σπίτι και με ξυλιές στις παλάμες των χεριών με το χάρακα, στο σχολείο. Ίσχυε ο νόμος του όταν ‘’Σφάλω – Πληρώνω’’ αμέσως, με στόχο να γίνουμε καλοί άνθρωποι, και μετά, όλα γίνονταν πάλι όπως και πριν.

Όταν γράφτηκα στην 1η Γυμνασίου, ο πατέρας μου με πήρε παράμερα και μου έκανε την εξής δήλωση ‘’ Από σήμερα δεν θα ξανασηκώσω χέρι επάνω σου, γιατί μεγάλωσες πια. Είσαι δεκατριών χρονών. Να ξέρεις ότι κι εγώ τόσο ήμουν όταν έφυγα από το χωριό για να δουλέψω στη Σαλονίκη. Από δω και πέρα, είσαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά και τις πράξεις σου’’.
Τήρησε το λόγο του, δεν λεω, έτσι κι αλλιώς ανήκε σε μια γενιά που κρατούσε το λόγο της, κάτι πολύ σπάνιο στις μέρες μας, κι εγώ κάθε φορά που έκανα κάτι απρεπές, κι έκανα πολλά μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο, έπρεπε να τα βρω με τη συνείδηση μου και ν’ αντιμετωπίσω ολομόναχος τις τύψεις μου.

Αμέσως μετά την κηδεία του πατέρα μου, στο τραπέζι που ακολούθησε, με ψάρι πλακί στο φούρνο, κατά το έθιμο, κι άφθονο τσίπουρο και κρασί, όπου όλοι οι συγγενείς και φίλοι διασκεδάζουν διηγούμενοι ιστορίες κι ανέκδοτα από το παρελθόν του νεκρού, έμαθα από μια θεία, ότι ο παππούς μου κλέφτηκε με τη γιαγιά μου, κι οι δυο οικογένειες τους αποκλήρωσαν. Μέχρι να λειάνει ο χρόνος τα πάθη και να ξαναγίνουν αποδεχτοί από τις οικογένειες τους, πριν μεσολαβήσει γάμος, προέκυψε μια εγκυμοσύνη. Για να αποφύγουν την ντροπή, τότε εκτός από φτώχια υπήρχε και προκατάληψη στα χωριά, ο πατέρας μου δηλώθηκε στα ληξιαρχικά αρχεία ότι γεννήθηκε δυο χρόνια αργότερα. Δεν ξερώ αν αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως, έβγαλα δυο συμπεράσματα. Ένα ευχάριστο κι ένα δυσάρεστο. Το δυσάρεστο ήταν ότι ο πατέρας μου έζησε όλη του τη ζωή νομίζοντας ότι είναι δυο χρόνια νεότερος και πέθανε κατά δυο χρόνια αργότερα απ’ ότι νόμιζε. Το ευχάριστο ήταν ότι σταμάτησε να μου τις βρέχει δυο χρόνια νωρίτερα, γιατί στην πραγματικότητα ο πατέρας μου έφυγε απ’ το χωριό του στα δεκαπέντε του χρόνια κι όχι στα δεκατρία.

Αυτή είναι η ιστορία σε αδρές γραμμές. Διαφορετικά, για να γραφτεί, μ’ όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες. θα χρειαζόταν εβδομηνταπέντε συν δυο χρόνια κι ένας θεός ξέρει πόσο χαρτί.

Νικος Γιαννοπουλος
Αθηνα, 2012