Μου παραγγέλνεις θα σε δω κάπου σε μιαν άκρη
μα όλο κύκλους κάνω στην ακτή σου.
Δεν είναι θάλασσα εδώ που μ’έστειλες
το σημείο του Βορρά η βελόνη μου δεν δείχνει
έχει καμακωμένα ψάρια στις ακτές
κομμένα πλοκάμια πεταμένα
σκόρπια μελάνια
χτένια από σουπιές
τρύπια κλαδιά απ’τις βροχές
μυρίζει Γκρι και Εσπερινός.
Πού είναι τ’αλμιρίκια που ταξες
πού είναι οι Γκρεμοί που γεννούνε θάλασσες
όταν ο ήλιος ανατέλλει
γιατί δεν λυσσούν τα Κύματα τη πέτρα να σκαλίσουν
γιατί τα βότσαλα δε στρώνουνε τον δρόμο;
τα πόδια απ’το καψιμο χίλια χρόνια μπροστά τώρα θα ήταν.
Η άμμος είναι χώματα,
οι πέτρες σου ασβέστης.
Στο βάλτο που με κύκλωσες
αναζητώ το Μπλε
Τι ανόητη που είμαι, να μην δω τα δίχτυα από νωρίς
δεν είναι θάλασσα εδώ που μ’έστειλες.
Και τώρα,
έτσι που στέκομαι μόνη στην ακτή με τη βελόνη στο χέρι, νοσταλγώ θαλασσινό αέρα
τραγούδια μακρινά να κουβαλά
από ακρόπρωρα στις κορυφές Κυμάτων.
Με αυτή τη μυρωδιά στο νου γυρνάω να βρω μιαν άκρη,
Μα όλο κύκλους κάνω στην ακτή σου.
(Ιούνης’09)